- καλοπουλώ
- και καλοπουλάωπουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοπουλώ — και καλοπουλάω καλοπούλησα, καλοπουλήθηκα, καλοπουλημένος, πουλώ κάτι σε ικανοποιητική τιμή: Καλοπουλήθηκαν φέτος τα καπνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)